του Δημοσθένη Κούρτοβικ

για το βιβλίο: Richard Lewontin, Δεν είναι απαραίτητα έτσι

Είναι μερικά βιβλία που μας προκαλούν ένα αίσθημα βαθιάς ευγνωμοσύνης για τη γενναιοδωρία τους. Βιβλία που μας βοηθούν να δούμε τον κόσμο μας καθαρότερα, να τον συλλάβουμε σε όλη την πολυπλοκότητά του χωρίς να παραλύσουμε από το δέος, να κατανοήσουμε τα διλήμματα που μας θέτει χωρίς ν’ απελπιστούμε, ν’ αντικρίσουμε το καινούργιο χωρίς φοβία, το οποίο δεν σημαίνει χωρίς ανησυχία. Βιβλία που εμπλουτίζουν τις γνώσεις και τον στοχασμό μας, που μας κάνουν να δούμε την πραγματικότητα σε άλλο φως, ν’ αναθεωρήσουμε βεβαιότητές μας, ν’ αμφισβητήσουμε θέσφατα της εποχής μας, να διακρίνουμε κινήσεις, ροπές, συναρτήσεις, δυνατότητες που μας διέφευγαν —να συνειδητοποιήσουμε ότι τα πράγματα «δεν είναι απαραίτητα έτσι».

Παραξενευόμαστε, όταν τα βιβλία αυτά συμβαίνει να είναι κριτικές για άλλα βιβλία. Δεν θα έπρεπε, όμως, να παραξενευόμαστε. Τα βιβλία έχουν ορατούς και προπαντός αόρατους δεσμούς με τον κόσμο, και δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόρος τιμής προς ένα βιβλίο από το να ψηλαφήσει κανείς αυτούς τους δεσμούς του, να το κάνει πραγματικό για μας, να δείξει δηλαδή ότι μας αφορά, ότι αγγίζει ζητήματα που μας απασχολούν ή θα έπρεπε να μας απασχολούν, γιατί έχουν σημασία για τον τρόπο που πορευόμαστε στη ζωή. Η καλή βιβλιοκριτική δεν είναι ποτέ μόνο λογοτεχνική, μόνο καλλιτεχνική, μόνο επιστημονική κοκ. Υπερβαίνει το άμεσο αντικείμενό της ακριβώς για να το στηρίξει και να το αναδείξει. Είναι πολιτισμική κριτική. Για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά που μας φέρνει πιο κοντά στο σημερινό μας θέμα, ιχνηλατεί σ’ ένα συγκεκριμένο βιβλίο το DNA του πολιτισμού που το γέννησε, τις ενδεχόμενες μεταλλάξεις του, τις δυνατότητες διασταύρωσής του με άλλους πολιτισμούς, ίσως μελλοντικούς. Για μια τέτοια κριτική απαιτούνται, βέβαια, πολυμερής ευαισθησία, πολύπλευρη παιδεία, ευρύτητα σκέψης, οξυδέρκεια, αλλά και χάρη του λόγου, η οποία μπορεί να κάνει το περίπλοκο γοητευτικό, το δύσκολο απολαυστικό.

Δοκιμάζουμε ευχάριστη έκπληξη, όταν διαπιστώνουμε αυτά τα χαρίσματα σ’ έναν βιβλιοκριτικό που είναι συγχρόνως διακεκριμένος φυσικός επιστήμονας. Τέτοιες περιπτώσεις σπανίζουν σήμερα, αφού στις θετικές επιστήμες κυριαρχούν πια αυτοί τους οποίους οι Γερμανοί αποκαλούν Fachidioten, οι «εξειδικευμένοι ηλίθιοι», μολονότι η μετάφραση «εξειδικευμένοι ιδιώτες» θα ήταν ίσως προσφυέστερη εδώ, διότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα φαινόμενο το οποίο εξηγεί τέλεια τη συνάφεια ανάμεσα στην ελληνική, πρωτογενή σημασία της λέξης ιδιώτης και τη διαφορετική σηματοδότησή της από τις ευρωπαϊκές γλώσσες που τη δανείστηκαν. Ο Richard Lewontin, καλή του ώρα, ανήκει στις σπάνιες εξαιρέσεις από τον κανόνα των εξειδικευμένων ιδιωτών του χώρου του. Με τον Richard Lewontin, από τους κορυφαίους σύγχρονους γενετιστές, η στήλη ασχολήθηκε και πέρσι, με αφορμή δύο βιβλία του που είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σύναλμα (Η βιολογία ως ιδεολογία και Η τριπλή έλικα). Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να περιγράψουμε τη συμβολή του στη γενετική (το κάνει, άλλωστε, πολύ ωραία ο επιστημονικός επιμελητής της παρούσας έκδοσης στο επίμετρο). Αξίζει, όμως, να θυμίσουμε ότι Lewontin είναι πολέμιος του βιολογικού αναγωγισμού (του οποίου η πιο πρόσφατη και ευρύτατα διαδεδομένη έκφραση είναι η τάση ν’ αποδίδονται τα πάντα στα γονίδια), υποστηρικτής μιας διαλεκτικής κατανόησης των φαινομένων της ζωής (με την τριπλή αλληλεπίδραση γενετικής συγκρότησης, περιβάλλοντος και τύχης) κι ένας ανήσυχος αριστερός διανοητής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Τσόμσκι της σύγχρονης βιολογίας, αν ο παραλληλισμός δεν τον αδικούσε κάπως, με όλο τον σεβασμό για τον μεγάλο γλωσσολόγο, διότι η σκέψη του Τσόμσκι δεν είναι απαλλαγμένη από αριστερίστικες αγκυλώσεις, ενώ του Λιούοντιν η σκέψη είναι πιο ευέλικτη, χωρίς να υστερεί σε πολιτικό σθένος, κι επιπλέον δεν αγνοεί ότι το χιούμορ μπορεί να είναι δραστικότερο όπλο από τον καταγγελτικό λόγο.

Ο τόμος Δεν είναι απαραίτητα έτσι αποτελεί μια συναγωγή κριτικών που έγραψε ο Lewontin σε διάστημα είκοσι χρόνων (1981 – 2001) για λογαριασμό του περιοδικού The New York Review και αφορούν μια σειρά βιβλία σχετικά με θέματα βιολογίας. Είναι εντυπωσιακό ότι σ’ αυτά τα δέκα, συνολικά, κριτικά κείμενα αναπτύσσονται και σχολιάζονται με τον πιο διεισδυτικό τρόπο όλα τα μεγάλα ζητήματα —επιστημολογικά, ηθικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτικά— που θέτει ή ανακινεί η σύγχρονη βιολογία με τους διάφορους κλάδους της. Ακόμη εντυπωσιακότερο είναι ότι αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται στενά, ως συνέπεια επιστημονικών εξελίξεων και μόνον, αλλά τοποθετούνται μέσα στο ευρύτατο πλαίσιο των κοινωνικών και κοσμοθεωρητικών μεταβολών, των ιδεολογικών και πολιτικών αντιθέσεων που σημάδεψαν κι εξακολουθούν να σημαδεύουν τους νεότερους χρόνους. Γιατί ο Lewontin, φυσικός επιστήμονας ο ίδιος, όχι μόνο δεν αρνείται, αλλά καταδεικνύει επανειλημμένα ότι η έρευνα και η θεωρία στις φυσικές επιστήμες δεν είναι και δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένες από ιδεολογικές προδιαθέσεις, που καμιά φορά οδηγούν ακόμη και στη συνειδητή παραποίηση των πραγματικών δεδομένων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική γνώση στην επιστήμη, διότι άλλο τα ιδεολογικά, κοινωνικά, οικονομικά ή συναισθηματικά συμφέροντα που υποκινούν ένα ερευνητικό πρόγραμμα και άλλο ο βαθμός αλήθειας των πορισμάτων του. Σημαίνει, όμως, ότι δεν πρέπει να βλέπουμε την επιστήμη σαν ένα ναό όπου ο επιστήμονας ιερουργεί υψωμένος πάνω από καθετί το βέβηλο, αλλά σαν έναν ανθρώπινο θεσμό, η πραγματική λειτουργία του οποίου αντανακλά, οσοδήποτε έμμεσα, τη δομή και τις τάσεις μιας κοινωνίας σε μια ορισμένη φάση της. Ο Lewontin κάνει κάπου την έξοχη παρατήρηση ότι η πιο ριζοσπαστική κριτική σ’ έναν θεσμό είναι η απαίτηση να δικαιώσει αυτός ο θεσμός τον μύθο που τον συνοδεύει. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση κρίνει τα βιβλία με τα οποία καταπιάνεται. Έτσι, ένας τόμος με βιβλιοκριτικές γίνεται κάτι σαν επιτομή της σύγχρονης σκέψης και των κοινωνικών προκλήσεων στις οποίες αυτή επιχειρεί ν’ απαντήσει.

Η δαρβινική επανάσταση και το βαθύ πλήγμα που κατέφερε στον πλατωνισμό της κλασικής επιστήμης. Το ζήτημα αν η ευφυία είναι ένα βιολογικό μέγεθος, μετρήσιμο και κληρονομήσιμο, και ποιες ιδεολογικές προκαταλήψεις σπρώχνουν τους υπέρμαχους αυτής της άποψης σε «μαγειρέματα» αποδείξεων. Οι σύγχρονες έρευνες πάνω στη νευροφυσιολογία του ανθρώπινου εγκέφαλου και γιατί αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα τι είναι ο νους (ή το εγώ). Οι χιμαιρικές ελπίδες και οι καθόλου χιμαιρικοί επιχειρηματικοί στόχοι που συναρτήθηκαν με το πρόγραμμα χαρτογράφησης του ανθρώπινου γονιδιώματος. Η γονιδιακή θεραπεία και τα όρια των δυνατοτήτων της. Πόσο αξιόπιστη είναι η χρήση της ανάλυσης δειγμάτων DNA στην εγκληματολογία; Ο σεξισμός στην επιστήμη. Η απομυθοποίηση των στατιστικών ερευνών γύρω από τη σεξουαλική ζωή. Κλωνοποίηση —γιατί αυτό που την κάνει να φαίνεται σκανδαλώδης δεν είναι οι πραγματικές εφαρμογές ή οι πραγματικές προοπτικές της, αλλά η τυπική δοξασία της εποχής ότι τα πάντα καθορίζονται από τα γονίδια. Μεταλλαγμένα τρόφιμα —γιατί οι θιασώτες τους υπερβάλλουν (ορισμένοι σκόπιμα), γιατί οι εχθροί τους είναι δέσμιοι ενός ρομαντικού μύθου και πού βρίσκεται η αληθινή ουσία του ζητήματος. Ιδού, εν είδει τίτλων, μερικά από τα θέματα του τόμου και μερικές από τις αντίστοιχες κριτικές προσεγγίσεις του Λιούοντιν.

Πόσο εύκολα μπορεί άραγε να φανταστεί κανείς ένα βιβλίο πλουσιότερο σε ερεθίσματα για τη σκέψη και με περισσότερο σύγχρονους προβληματισμούς; Και αν, την τελευταία εικοσαετία, οι βιολογικές επιστήμες έχουν κατακτήσει τόσο καίρια θέση στη ζωή μας ώστε ένας στοχαστής με βιολογική κατάρτιση (και δεινότητα έκφρασης) να φαίνεται ευνοημένος, δεν θα έπρεπε τάχα η λογοτεχνία να φιλοτιμηθεί —ας το πούμε έτσι— και να προσπαθήσει ν’ ανακτήσει κάτι από τη χαμένη της τιμή, την οποία αντλούσε από την επιμονή της να υποβάλλει στη βάσανο των ανθρώπινων παθημάτων κάθε επιστημονική ή φιλοσοφική θεωρία;

Δυο λόγια για την ελληνική μετάφραση. Ως προς την απόδοση των επιστημονικών όρων, είναι ακριβέστατη. Ως προς το ύφος, θα τη χαρακτηρίζαμε αξιοπρεπή, γιατί είναι φανερό ότι ένα ντελικάτο πρωτότυπο στραμπουλίχτηκε και γδάρθηκε κάμποσο κατά τη δύσκολη μεταφορά του στη γλώσσα μας, αλλά δεν έπαθε και πολύ σοβαρές ζημιές. Ας παραβλέψουμε, ακόμη, σποραδικές ακυρολεξίες (όπως «αδιαχώρητα» αντί «αδιαχώριστα» στη φράση «αν σεξ, έρωτας και τεκνοποίηση είναι εξ αποκαλύψεως ηθικώς αδιαχώρητα», σ. 270) και, αρκετά πιο απρόθυμα, βαρβαρισμούς όπως «τον επικεφαλή». Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την πάγια, και ανέλεγκτη από τον γλωσσικό επιμελητή της έκδοσης, τάση των μεταφραστών να χρησιμοποιούν φανταστικούς γραμματικούς τύπους με λόγια χροιά. Αν είναι δικαίωμά τους να προτιμούν π.χ. το «μεταβιβάσθηκε» από το «μεταβιβάστηκε», δεν είναι καθόλου δικαίωμά τους να γράφουν «χρειαζόμασθε», «βρισκόμασθε», «φανταζόμασθε» και αναρίθμητα άλλα τέτοια, που δεν τρελαίνουν μόνο τον Γιάννη Χάρη…


Σαββατοκύριακο,
30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2002