του Σπύρου Μανουσέλη

για το βιβλίο: Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη

Το βιβλίο Η περί Θεού αυταπάτη, δικαίως έχει αναδειχθεί σε ναυαρχίδα του σύγχρονου μαχητικού αθεϊσμού. O συγγραφέας του, Richard Dawkins, ηθολόγος, ζωολόγος και εξελικτικός βιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εισηγητής της έννοιας των «μιμιδίων» και ιδρυτής του ομώνυμου ιδρύματος «για τον Ορθό Λόγο και την Επιστήμη», είναι ένας από τους πλέον προβεβλημένους αντιπάλους τού κάθε λογής θρησκευτικού ανορθολογισμού.

Αμεσος στόχος τού Dawkins είναι το ρεύμα των «δημιουργιστών» ή της «καλλωπισμένης» εκδοχής τους, των οπαδών του «ευφυούς σχεδίου», οι οποίοι —στις ΗΠΑ κυρίως, αλλά όχι μόνο— ισχυρίζονται ότι η βιβλική Γένεση αποτελεί αφήγηση πραγματικών γεγονότων και απαιτούν να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία ισότιμα με την δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών, ως εναλλακτική θεωρία. Προχωρεί, ωστόσο, σε ζητήματα θεμελιωδέστερα. Βασική θέση του, την οποία στηρίζει με πειστική επιχειρηματολογία, είναι ότι ο σύγχρονος φονταμενταλισμός –ο αμερικανικός, ο ισλαμικός και κάθε άλλος– δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται συγκαταβατικά, ως ακραία εκδήλωση μιας κατά τα άλλα αξιοσέβαστης και αγαθοεργού πίστης. Αντιθέτως, συνιστά λογική απόρροια του θεμελίου κάθε θρησκείας: της προσήλωσης στο δόγμα, την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Ο συγγραφέας εξ αρχής δηλώνει ότι ασχολείται με όσες θρησκείες τού είναι περισσότερο οικείες, κατά κύριο λόγο με τον Χριστιανισμό –εξηγεί, ωστόσο, ότι τα επιχειρήματά του αφορούν κάθε θρησκεία. Επίσης, διακρίνει μεταξύ μιας πανθεϊστικής θεώρησης στο πνεύμα τού Spinoza, εκφραστή της οποίας θεωρεί τον Αϊνστάιν, και της πίστης σε κάποια υπερφυσική οντότητα που αναστέλλει κατά βούληση τους φυσικούς νόμους, επεμβαίνει στην ζωή των ανθρώπων και επικοινωνεί με τους εκλεκτούς της.
Δύο είναι οι βασικοί άξονες του βιβλίου. Ο πρώτος συνίσταται στην απόρριψη της ιδιότυπης ασυλίας απέναντι στην κριτική που απολαμβάνει η θρησκεία. Ο Dawkins υποστηρίζει ότι, όπως οι πολιτικές πεποιθήσεις κάποιου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οξείας κριτικής, έτσι και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι θεμιτό να συζητώνται και να κρίνονται. Το επιχείρημα της ιδιωτικότητας των πεποιθήσεων δεν συνεπάγεται σιωπή απέναντι στον επιθετικό ανορθολογισμό. Θέση τού Dawkins είναι ότι μπορούμε να σεβόμαστε εκείνους που πιστεύουν σε κάτι χωρίς να σεβόμαστε αυτό στο οποίο πιστεύουν.

Ο δεύτερος άξονας αφορά την ανασκευή της σύγχρονης τακτικής των χριστιανών φονταμενταλιστών, όπως εγκαινιάστηκε στις ΗΠΑ, να υπονομεύσουν τον «εχθρό» εκ των έσω, προφασιζόμενοι ότι διαθέτουν επιστημονικά επιχειρήματα υπέρ των θεϊστικών τους απόψεων. Βασικό επιχείρημα είναι ότι ο φυσικός κόσμος και ειδικότερα τα έμβια όντα και ο άνθρωπος επιδεικνύουν τέτοια πολυπλοκότητα –«μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα» είναι ο όρος που προτιμούν οι δημιουργιστές– ώστε η ύπαρξή τους είναι εξόχως απίθανο να οφείλεται σε μια σειρά τυχαίων συμβάντων. Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι η ύπαρξη «κενών» στις επιστημονικές εξηγήσεις, οπότε οι δημιουργιστές σπεύδουν να προκαταλάβουν την επιστήμη ισχυριζόμενοι ότι η υπόθεση περί Θεού αποδεικνύεται «ελλείψει άλλης πρότασης». Εάν, όμως, οι οπαδοί του ευφυούς σχεδίου θέλουν να αναμετρηθούν με τον δαρβινισμό στο επίπεδο της επιστήμης, τότε πρέπει να αναμένουν επιστημονική κριτική. Ο Dawkins αντιμετωπίζει τις δοξασίες τους σε αυτό ακριβώς το επίπεδο. Αποδομεί τα επιχειρήματά τους με καυστική ειρωνεία, η οποία ωστόσο δεν υπολείπεται σε επιστημονική εγκυρότητα. Αποδεικνύει ότι η εναλλακτική λύση στο πρόβλημα του εξόχως απίθανου δεν είναι το τυχαίο· είναι η φυσική επιλογή. Εξηγεί με υπομονή, επιχειρηματολογεί με πάθος: Έχει γραφεί ότι, εάν ο T. Huxley είχε χαρακτηριστεί «μπουλντόγκ του Δαρβίνου», ο Dawkins επάξια κατέκτησε τον τίτλο του «ροτβάιλερ του Δαρβίνου».

Η Περί Θεού αυταπάτη αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του ζητήματος. Είναι γεγονός, το οποίο στην εποχή μας συχνά παραβλέπεται, ότι σημαντικοί αμερικανοί Πατέρες του Έθνους υπήρξαν άθεοι ουμανιστές ή αγνωστικιστές, εμποτισμένοι με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Ο Dawkins αναφέρεται σε μερικές από τις πλέον αιχμηρές παρατηρήσεις σχετικά με την θρησκεία, οι οποίες οφείλονται σε προσωπικότητες σαν τον Thomas Jefferson, τον John Adams και τον Benjamin Franklin. Η αντιστροφή του κλίματος στην σύγχρονη εποχή δεν μπορούσε να είναι πιο δραματική. Το πλήθος των «τηλευαγγελιστών», των εκκλησιών, των οργανώσεων, των «πανεπιστημίων» που κηρύσσουν την μισαλλοδοξία, προβαίνουν σε βιαιότητες (δολοφονία γιατρών που πραγματοποιούν αμβλώσεις) και προσβλέπουν στην επιβολή θεοκρατίας δεν αποτελεί περιθωριακό φαινόμενο και δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό. Στις ΗΠΑ, η επικρατούσα πεποίθηση είναι ότι ο μη χριστιανός Αμερικανός δεν είναι γνήσιος Αμερικανός —αυτό κάτι πρέπει να θυμίζει ιδιαίτερα στους έλληνες αναγνώστες. Και μόνον το γεγονός ότι αυτά συμβαίνουν στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου απαντά στην αντίρρηση ότι τέτοια φαινόμενα συνιστούν αμερικανική ιδιοτυπία και δεν ενδιαφέρουν τον ευρωπαίο, φερ’ ειπείν, αναγνώστη. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικό. Ο Dawkins αναφέρεται επίσης στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και παραθέτει ενδεικτικές περιπτώσεις θρησκευτικής μισαλλοδοξίας που καλλιεργούνται μεταξύ των μαθητών ισραηλινών σχολείων. Όσο για την Ευρώπη, η περίπτωση του θεολόγου της Οξφόρδης R. Swinburne ξεχωρίζει για την ανατριχιαστική απλότητά της. Σε τηλεοπτική συζήτηση, όπου ετέθη το ερώτημα της θεϊκής ανοχής απέναντι στο κακό που επικρατεί στον κόσμο, ο κύριος αυτός δήλωσε ότι το Ολοκαύτωμα έδωσε στους Εβραίους την ευκαιρία να επιδείξουν θάρρος και ευγενή αισθήματα.

Στην προσπάθειά του να απορρίψει την υπόθεση περί ύπαρξης θεϊκού σχεδιαστή, ο Dawkins αντιμετωπίζει και τα σοβαρότερα επιχειρήματα υπέρ της θρησκείας, πέραν των ψευδοεπιστημονικών. Το κυριότερο είναι ότι οι θρησκείες δεν ευθύνονται μόνον για εγκλήματα και φρικαλεότητες στη διαδρομή της ιστορίας, αλλά υπήρξαν πηγή έμπνευσης για ό,τι ευγενές και ανώτερο έχει επιδείξει η ανθρωπότητα. Ο Dawkins δεν αντιμετωπίζει αυτή την αντίρρηση στην λογική των συμψηφισμών και των στατιστικών. Δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι εκκλησιαστικοί ηγέτες, θρησκευτικές οργανώσεις και θρησκευόμενα άτομα έδρασαν και δρουν κατά τρόπο αξιοθαύμαστο. Ούτε αρνείται το θρησκευτικό κίνητρο για θαυμαστά έργα τέχνης και πολιτισμού. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η ηθική και κάθε εκδήλωση ανθρώπινου μεγαλείου επιβάλλονται από ιερές Γραφές ή βρίσκουν σε αυτές το πρότυπό τους. Κατά τον Dawkins, αναπτύσσονται και εξελίσσονται ακολουθώντας το Zeitgeist, το πνεύμα των καιρών. Ίσως η καλύτερη απάντηση είναι τα λόγια του νομπελίστα φυσικού S. Weinberg που παραθέτει ο Dawkins: «Η θρησκεία αποτελεί προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είτε με θρησκεία είτε χωρίς αυτήν, πάντα θα υπάρχουν καλοί άνθρωποι που πράττουν το καλό και κακοί άνθρωποι που πράττουν το κακό. Αλλά, για να υπάρχουν καλοί άνθρωποι που πράττουν το κακό, απαιτείται η θρησκεία». Παράλληλα, ο Dawkins αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της οικογένειας και στην ανατροφή των παιδιών. Θεωρεί ότι η ενστάλαξη δογματικών «αληθειών» σε τρυφερή ηλικία συνιστά πνευματική κακοποίηση χειρότερη από την φυσική κακοποίηση. Καυτηριάζει την πρακτική να βαφτίζονται νεαρά και ανώριμα πλάσματα «χριστιανόπουλα» ή «μουσουλμανόπουλα», αντί να θεωρούνται απλώς «παιδιά χριστιανών ή μουσουλμάνων γονέων». Όσο για τα ίδια τα ιερά κείμενα, ο Dawkins αναγνωρίζει την αναμφισβήτητη λογοτεχνική και ιστορική τους αξία, και υποστηρίζει ότι πρέπει να διδάσκονται στα πλαίσια της θρησκειολογίας ως πηγές πλούτου για τον πολιτισμό μας.

Ο συγγραφέας δεν είναι θρησκειολόγος και δεν προσποιείται ότι είναι ειδικός σε όλα τα θέματα που θίγει, ούτε ότι παρουσιάζει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου. Επικαλείται εργασίες ανθρωπολόγων και κοινωνικών ψυχολόγων ασχολούμενος με το πρόβλημα της ανάδυσης και σχεδόν καθολικής διάδοσης των θρησκειών για να θέσει ερωτήματα: Είναι η θρησκεία παραπροϊόν κάποιου επιλεγόμενου πανανθρώπινου χαρακτηριστικού; Είναι κατάλοιπο παιδικών φαντασιώσεων; Ή μήπως οφείλεται σε μια έμφυτη τάση του ανθρώπου να διακρίνει προθετικότητα σε αδιάφορα φυσικά φαινόμενα; Τελικά, εκείνο που κρατά ο αναγνώστης από την επιχειρηματολογία τού Dawkins είναι ότι η πίστη στο υπερφυσικό και η θρησκευτικότητα μπορούν και πρέπει να αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.

Το βιβλίο, διαπνεόμενο από επιστημονική ευσυνειδησία, διανοητική συνέπεια και προσωπικό θάρρος, αναδεικνύει το κύριο διακύβευμα σε αυτή την υπόθεση. Δεν πρόκειται απλώς για διαμάχη μεταξύ θεϊστών και αθεϊστών. Ο ισχυρισμός ότι το θρησκευτικό δόγμα μπορεί να σταθεί ισότιμα στο ίδιο επίπεδο με την επιστήμη δεν ανυψώνει το δόγμα αλλά υποβιβάζει την επιστήμη στο επίπεδο της γνώμης. Η πραγματική διαμάχη αφορά την σύγκρουση με τον ανορθολογισμό και την αντιεπιστήμη. Για τον λόγο αυτό, ο Dawkins κατακρίνει εκείνους που, στο πνεύμα του μεταμοντερνισμού, του σχετικισμού, της άποψης ότι «όλα επιτρέπονται» και εν ονόματι μιας ψευδοφιλελεύθερης ανοχής, κρατούν ίσες αποστάσεις.
Και ο έλληνας αναγνώστης τι μπορεί να βρει στο βιβλίο τού Dawkins; Ας σημειωθεί απλώς ότι, σε μια χώρα όπου η θρησκευτική ελευθερία εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτονόητη, είναι καιρός να ανοίξει η συζήτηση και για την ελευθερία από κάθε θρησκεία.